χειροδετώ — έω, ΜΑ [χειρόδετος] δένω τα χέρια κάποιου … Dictionary of Greek
χειροδοτώ — έω, Α δίνω κάτι με το ίδιο μου το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρόδοτος. Ωστόσο, είναι πιθανό να πρόκειται για εσφ. γρφ. είτε αντί τού χειροδετῶ είτε αντί τού συγκροτώ] … Dictionary of Greek