χειροδετώ

χειροδετώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χειροδετώ" в других словарях:

  • χειροδετώ — έω, ΜΑ [χειρόδετος] δένω τα χέρια κάποιου …   Dictionary of Greek

  • χειροδοτώ — έω, Α δίνω κάτι με το ίδιο μου το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρόδοτος. Ωστόσο, είναι πιθανό να πρόκειται για εσφ. γρφ. είτε αντί τού χειροδετῶ είτε αντί τού συγκροτώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»